λογοδιάρροια

λογοδιάρροια
η болтливость, пустословие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λογοδιάρροια" в других словарях:

  • λογοδιάρροια — η (Α λογοδιάρροια) ακατάσχετη φλυαρία («ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶμεν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + διάρροια (< διά + ρροια < ῥέω)] …   Dictionary of Greek

  • λογοδιάρροια — η ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία: Είχε πολλά νέα να μου πει και την έπιασε λογοδιάρροια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογοδιαρροίας — λογοδιαρροίᾱς , λογοδιάρροια flux of words fem acc pl λογοδιαρροίᾱς , λογοδιάρροια flux of words fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοδιάρροιαν — λογοδιάρροια flux of words fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • πάρλα — η ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία, λογοδιάρροια, περιττά και απερίσκεπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parla < λατ. parabola < παραβολή] …   Dictionary of Greek

  • παραμίλημα — το [παραμιλώ] 1. λόγια ακανόητα, ασυνάρτητα, κυρίως ως σύμπτωμα ψυχικής ή οργανικής ασθένειας, παραμιλητό 2. μτφ. φλυαρία, λογοδιάρροια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»